- λεπτόγαστρος
- λεπτό-γαστρος, ον,A with a small belly, Hp.Epid.4.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόγαστρος — λεπτόγαστρος, ον (Α) αυτός που έχει μικρή κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. κατά γαστρος, σύρ γαστρος] … Dictionary of Greek
λεπτόγαστρος — with a small belly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek